πειρακτήρι(ο)

πειρακτήρι(ο)
το см. πειραχτήρι(ο)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πειρακτήρι(ο)" в других словарях:

  • πειρακτήρι — το βλ. πειραχτήρι …   Dictionary of Greek

  • πειραχτήριο — και πειραχτήρι και πειρακτήριο και πειρακτήρι (ιδίως για παιδιά ή νεαρούς) αυτός που τού αρέσει να πειράζει τους άλλους, που αισθάνεται ευχαρίστηση να τούς εμπαίζει, να αστειεύεται μαζί τους, να τους ενοχλεί με περιπαικτικά λόγια ή χειρονομίες.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»